- οὐρήθρα
- οὐρ-ήθρα, [dialect] Ion. [suff] οὔρ-θρη, ἡ, (οὐρέω A)A urethra, Hp.Aph.4.82, Arist.HA 493b4.II sewage tank, IG4.2(1).109 iii 97 (Epid., iii B. C., pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οὐρήθρα — οὐρήθρᾱ , οὐρήθρα urethra fem nom/voc/acc dual οὐρήθρᾱ , οὐρήθρα urethra fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρήθρᾳ — οὐρήθρᾱͅ , οὐρήθρα urethra fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρήθρα — (Ανατ.). Πόρος ή σωλήνας, από τον οποίο αποβάλλονται τα ούρα, που βρίσκονται στην ουροδόχο κύστη. Στους άντρες, από την ο. αποβάλλεται και το σπέρμα. Στους άντρες εξάλλου η ουρήθρα αρχίζει από το στόμιο της κύστης, περνά από τον προστάτη αδένα,… … Dictionary of Greek
ουρήθρα — η σωλήνας εξόδου των ούρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οὐρήθρας — οὐρήθρᾱς , οὐρήθρα urethra fem acc pl οὐρήθρᾱς , οὐρήθρα urethra fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρήθραν — οὐρήθρᾱν , οὐρήθρα urethra fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρήθρη — οὐρήθρα urethra fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρήθρην — οὐρήθρα urethra fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρήθρης — οὐρήθρα urethra fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρήθρῃ — οὐρήθρα urethra fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλεννόρροια — Αφροδίσιο νόσημα, η εμφάνιση του οποίου οφείλεται στον γονόκοκκο του Νάισερ και η μετάδοσή του γίνεται με τη συνουσία. Πρόκειται για ένα είδος φλεγμονής της ουρήθρας, που προκαλείται μετά από επώαση του μικροβίου, η οποία διαρκεί 2 5 μέρες, και… … Dictionary of Greek